[908] σκυτινος, ledern, von Leder gemacht; Ar. Nub. 870; σκύτινον ῥάψασϑαι, 530; σκυτίνη ἐπικουρία, = ὄλισβος, Lys. 110; ἐσϑής, σκευή, πλοῖον, Her. 4, 189. 7, 71. 1, 194; κράνη, Xen. An. 5, 4, 13; ὀχεύς, Pol. 18, 1, 4; Sp., δαιμόνια Automed. 9 (IX, 361), μάστιξ Anacr. 66, 7.