[917] σπάργω, wickeln, bes. ein Kind in Windeln; σπάρξαν ἐν φάρεϊ λευκῷ, H. h. Apoll. 121 (vgl. σπαργανόω); Hesych. erklärt σπάρξαι, σπαργανῶσαι, σπαράξαι.