σπινθήρ
[921] [921] σπινθήρ, ῆρος, ὁ, Funke, τοῦ δέ τε (ἀστέρος) πολλοὶ ἀπὸ σπινϑῆρες ἵενται, Il. 4, 77, es sprühen Funken von ihm; ὀφϑαλμοὺς σπινϑῆρας ἔχεις, Strat. 38 (XII, 196); ἐκ τούτου τοῠ σπινϑῆρος ὁ πρὸς Αἰτωλοὺς ἐξεκαύϑη πόλεμος, Pol. 18, 22, 2; Sp.