σπυρίδιον

[926] σπυρίδιον, το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῠται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῠρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 926.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: