[927] στάζω, fut. στάξω, 1) trans. träufeln, einflößen; Πατρόκλῳ νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν, Il. 19, 39; οἷ νέκταρ στάξον ἐνὶ στήϑεσσι, 348. 354; τόνδε σπέρμα ϑνατὸν ματρὶ τεᾷ στάξεν, Pind. N. 10, 82; κἀξ ὀμμάτων στάζουσιν αἷμα, Aesch. Ch. 1054; Soph. Phil. 772; ἃ καϑαμέριον στάζεις βότρυν, Eur. Phoen. 237; auch übertr., ἵμερον, χάριν, Jac. Philostr. imagg. p. 278; μέλι ὑπὸ χείλεσιν, M. Arg. 2 (V, 32); χρὼς στάζεν μυριάδας χαρίτων, Philodem. 18 (V, 13); vgl. Opp. Cyn. 3, 107; Ap. Rh. 1, 1215. – 2) intrans. tröpfeln, rinnen, fließen; Aesch. Ag. 172; στάζων ἱδρῶτι, Soph. Ai. 10, vgl. El. 1413; στάζων ἀφρῷ γένειον, Eur. I. T. 308, u. öfter; auch ἐν αἵματι στάζουσαν χέρα, Bacch. 1162; λειβόμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν καὶ στάζον, Plat. Tim. 82 d; auch τινός, z. B. Lycophr. 391; u. von trocknen Dingen, abfallen, z. B. von reifem Obste, καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις, Aesch. Suppl. 979; von Häusern, baufällig sein, Aen. Tact. 11.