[929] στάλιξ, ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰϑύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ ϑηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.