[929] στασιαστικός, aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.