στεγανός

[932] στεγανός, bedeckt; λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, Soph. Ant. 114; πύργοι ἄνωϑεν στεγανοί, Thuc. 3, 21; auch adv. στεγανῶς, 4, 100; – von Menschen, versteckt, verschwiegen, Ggstz ἀκόλαστος, Plat. Gorg. 493 b; daher Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος, Alciphr. 1, 13; στεγανώτατα τὴν αὑτοῠ γνώμην ἔνδον κατεῖχε, Memnon. 6; vgl. noch στεγανώτερον φρονεῖν, Agath. 4 (V, 216), was Suid. πυκινώτερον, συνεχέστερον erklärt; – τρίχες, dicht, das Wasser nicht durchlassend, Xen. Cyn. 5, 10; – zusammengezogen, verstopft, νηδύς, Nic. Al. 367; – akt., bedeckend, ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες στεγανὸν δίκτυον, Aesch. Ag. 349.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 932.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: