στέργηθρον

[936] στέργηθρον, τό, Reizung zur Liebe; στέργηϑρα φρενῶν, Eur. Hipp. 256; übh. Liebe, τίνες εχϑραι τε καὶ στέργηϑρα, Aesch. Prom. 490; τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει στέργηϑρον, Ch. 239.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 936.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: