[937] στερεόω, hart, fest, dicht machen; Xen. equit. 4, 3; – med., βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρώτων τὰ σώματα στερεοῠσϑαι, sich abhärten, Cyr. 8, 8, 8.