[937] στερίσκω, Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληϑοῠς δόξης στερίσκεσϑαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.