[938] στέρομαι, gew. nur praes. u. impt. als pass. zu στερέω (vgl. dies u. στερίσκω), beraubt sein, entbehren, τινός; νίκης, Hes. O. 213; χαίρειν τε καὶ στέρεσϑαι, Soph. Trach. 136; στέρομαι δ' οἴκων, στέρομαι παίδων, Eur. Ion 815; Phoen. 391 und öfter; στέρεσϑαι τῆς χώρης, Her. 8, 140, 1; εἴπερ στερόμεϑα ἐπιστήμης, Plat. Theaet. 196 e; Soph. 146 c u. öfter; Xen. An. 3, 2, 2 Conv. 4, 31 n. A., wie Pol. 2, 61, 10. – Als aor. kann man dazu rechnen ἐστέρην; σοῠ στερέντα, Eur. Alc. 625, oft; auch φασγάνῳ βίον στερείς, Hel. 94; u. fut. στερήσομαι, ich werde beraubt werden, entbehren, οἵου στερήσεσϑ' ἀνδρός, Hipp. 1460 El. 308.