[943] στικτός, adj. verb. von στίζω, gepunktet, bunt; στικτῶν ἢ λασίων μετὰ ϑηρῶν, Soph. Phil. 184; ἔλαφος, El. 558; στικτῶν ἐνδυτὸν νεβρίδων, Eur. Bacch. 111, vgl. 833; buntfarbig, vom. Pfau, Philostr. imagg. 2, 31.