στολή

[946] στολή, , Rüstung, Kleidung; Aesch. Pers. 977; οὔτοι ταχεῖα ναυτικοῠ στρατοῠ στολή, Suppl. 745; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ, Soph. Tr. 761; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, El. 184; O. C. 1359 u. oft; μελαμπέπλῳ στολῇ, Eur. Alc. 429, u. öfter; γυναικεία, ἱππική, Ar. Th. 851 Eccl. 846; πᾶσαν τοξικὲν ἔχοντα στολήν, Plat. Legg. VIII, 833 b; πρεπούσῃ στολῇ ἐσταλμέναι, VII, 800 e; Περσική, Xen. An. 1, 2, 27; βαρβαρική, 4, 5, 33; der Soldaten, Cyr. 3, 3, 42; Folgde.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 946.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: