[949] στόρνῡμι, spätere Form von στορέννυμι, von der sich indeß bei Hom. auch eine Spur findet, das fem. part. καστορνῦσα; u. Soph. παῖδα δέμνια στορνύντα, Trach. 898; wie στορέννυμι übertr., λῆμα οὔπω στόρνυσι χρόνος τὸ σόν, beschwichtigen, demüthigen, Eur. Heracl. 702; στόρνυ τ' ἐμοὶ καὶ τῇδε κουρίδιον λέχος, Ar. Pax 810; στορνύντες ὁδὸν μυρσίνῃσιν, damit bestreuen, Her. 7, 54.