στρατ-ηγέω

[951] στρατ-ηγέω, intr., Heerführer, Feldherr sein; τινί, ἐξ οὗτε Βάκχαις ἐστρατήγησεν ϑεός, Aesch. Eum. 25; Soph. Ai. 1079 El. 1; Φρυξί, Eur. Troad. 926, u. öfter; auch pass., δυοῖν γερόντοιν στρατηγεῖται φυγή, Heracl. 39, wie Plat. ἡ ἡμετέρα πόλις ἄρ-χεται ὑπὸ ὑμῶν καὶ στρατηγεῖται, Ion 541 c; absolut, Ar. Equ. 288 Ran. 1194; τινός, Her. 1, 211. 7, 82. 161; Xen. στρατηγίαν, An. 1, 3, 15; c. dat., ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι ἐς Θεσσαλίην, Her. 6, 72; übertr., ἡ τύχη ἐστρατήγησε κάλλιον, Xen. An. 2, 2, 13; ἵνα μὴ τὰ ζεύγη ἡμῶν στρατηγῇ, 3, 2, 27; Plut. de garrul. 9. Auch δοκεῖ δέ μοι τοῦτο ὑμᾶς πρῶτον ἡμῶν στρατηγῆσαι, τὸν μισϑὸν ἀναπρᾶξαι, daß ihr euch darin zuerst als unsere Heerführer zeigt, daß ihr uns den Lohn erwirkt, Xen. An. 7, 6, 40; πάντα ἐστρατηγηκότες ἔσεσϑε ὑπὲρ τοῠ Φιλίππου, Dem. 3, 6; u. pass., στρατηγεῖσϑε ὑπ' ἐκείνου, 4, 41. – Bei. Sp. = eine Kriegslist brauchen, Plut. Pyrrh. 21 u. sonst; im Kriege durch eine List besiegen, überlisten, Pol. 3. 71, 1; vgl. μᾶλλον ἑαυτοὺς ἢ τοὺς πολεμίους στρατηγεῖν, 9, 25, 6; D. Hal. 5, 29.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 951.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: