στρεπτήρ

[953] στρεπτήρ, ῆρος, ὁ, = στροφεύς, στρεπτῆρα ϑύρας ἀειράμενος, Agath. 8 (V, 294).

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 953.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: