στροφίς

[957] στροφίς, ίδος, ἡ, dim. von στρόφος, = στρόφιον, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι, Eur. Andr. 719.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 957.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: