[959] στῡπεῖον, τό, auch στυππεῖον, wie στύπη, Werg, grober Hanf, u. ein Strick davon, Her. 8, 52; Schol. Ar. Equ. 129 erkl. τὰ στυππεῖα, καννάβινα, λινᾶ; Xen. Cyr. 7, 5, 23 πίτταν καὶ στυππεῖον, ἃ ταχὺ παρακαλεῖ πολλὴν φλόγα; vgl. Pol. 1, 45, 12; Luc. asin. 31; τὰ στυππεῖα, Wergbündel, Plut. Cic. 18. Bei B. A. 302 heißt es ἀφ' οὗ οἱ λινοῖ χιτῶνες γίγνονται. S. auch στύππιον.