[962] συγ-γνώμη, ἡ, Verzeihung; συγγνώμην ἔχειν, verzeihen, Soph. El. 392; τινί, Ai. 1301 Phil. 1303 (aber Tr. 328 ἡ τύχη κακὴ μέν, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει ist = verdient Verzeihung), wie Eur. Or. 660 u. öfter; συγγνώμης τυχεῖν, Hipp. 1326; συγγνώμην ἔχειν τινί, Her. 6, 86, 3; τινός, Plat. Phaedr. 233 c u. öfter; Lys. 12, 29; Isocr. 4, 14. 82; συγγνώμην ποιήσασϑαι, Her. 2, 110; γίγνεταί μοι συγγνώμη, 9, 58; τούτων ἀπεχομένῳ σοι ἔσται πολλὴ συγγνώμη, Plat. Theaet. 197 a; συγγνώμην αἰτούμενος ὡς περὶ μεγάλων μέλλων λέγειν, Critia. 106 b; auch absolut, συγγνώμη ἀδελφῷ βοηϑεῖν, als sprichwörtlich bemerkt, Dem. 19, 238, d. i. daß man dem Bruder beisteht, darf Einem Niemand verargen, nämlich auch in schlechter Sache; συγγνώμης τυγχάνειν παρά τινος, Din. 2, 3; αἰτεῖσϑαι, Pol. 4, 14, 7; διδόναι, 12, 7, 5 u. öfter; συγγνώμην ἀπονέμειν τινί, Luc. Alex. 17.