[965] συγ-κατα-λείπω, zugleich, mit zurücklassen, ξυγκαταλιπόντες τῷ τειχίσματι φρουράν Thuc. 5, 75.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana