[972] συγ-χώννῡμι und συγχωννύω (s. χώννυμι), ion. συγχόω, zusammen-, verschütten; κῠμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοϑίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1051; zuschütten, σορόν, κρήνας, ὕδατα, τάφους, Her. 1, 68. 4, 120. 127. 140. 9, 49; τὴν ὁδόν, 8, 71, – zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen, Her. 9, 113, u. so pass., οἰκία συγκεχωσμένα, 8, 144.