[996] συν-αγωνιστής, ὁ, der mit od. zusammen Ka mpsende, Beistand im Kampf, u. ähnl.; Plat. Alc. I, 119 d; Κόνωνα ἔλαβε συναγωνιστήν, Isocr. 4, 142, wie Pol. 3, 34, 2; συναγωνιστῇ χρησάμενος τῷ ποταμῷ, 3, 14, 5; καὶ συνεργός, Dem. 18, 41; vgl. Poll. 3, 12.