[1001] συν-άντομαι, nur praes. u. imperf., poet. statt συναντάω, begegnen, ἀλλήλοισι δὲ τώγε συναντέσϑην, Il. 7, 22, υἱεῖ Πριάμοιο συνήντετο, 21, 34, wo es feindlich ist, ohne diesen Nebenbegriff, οἴῳ ἔῤῥοντι συνήντετο, Od. 4, 367; 21, 31 u. öfter; ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς συναντόμενος, Pind. Ol. 2, 39; κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, 96; φόρμιγγι, I. 2, 2, zur Phorminx; ἰόντι ὅτι συνήντετο, Eur. Ion 831; vgl. Lob. Phryn. 288.