[1029] συν-οικέω, zusammenwohnen, -leben; Hom. ep. 15, 15; τινί, wie Aesch. πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί, Ch. 896; Soph. Tr. 541 O. R. 57; u. übertr., zusammen, verbunden sein, γῆρας, ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ, O. C. 1240; vgl. μυρίον ἄχϑος, ᾡ ξυνοικεῖ, Phil. 1153; auch vom eng anschließenden Gewande, Tr. 1044; ἂν ἡμῖν εὖ πόσις ξυνοικῇ, Eur. Med. 242, wie ἄλλῃ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳ, 1001, u. öfter; Ar. Plut. 437; übrtr., μὴ συνοικοίην φόβῳ, Eur. Heracl. 996; Thuc. 2, 68; bei Her. bes. Zusammenleben von Mann u. Frau, ἀνδρί, δούλῳ, γυναικί, δεσποίνῃ, 1, 37. 91. 93. 108. 173 u. oft; τουτέων συνοικησάντων γίνεται Κλεισϑένης, 6, 131, aus dieser Ehe; vgl. noch ἐγώ τοι δίδωμι τὴν ϑυγατέρα τὴν ἐμήν· ταύτῃ συνοίκεε, 9, 111; γυναῖκες ἀνδράσιν ἐκλεκτέαι συνοικεῖν, Plat. Rep. V, 456 b; ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς δώσει ὁ νόμος συνοικεῖν, 461 e; ταῖς γυναιξίν, Xen. Cyr. 4, 4, 10; auch übertr., κακῷ, Plat. Menex. 246 e; ἀμαϑίᾳ, Alc. I, 118 b; u. umgekehrt, ᾑ δ' ἂν ξυνοικίᾳ μήτε πλοῠτος ξυνοικῇ μήτε πενία, Legg. III, 679 d; u. so bes. von schlimmen Dingen, κακῷ, φόβῳ, λύπῃ, s. Jac. Ach. Tat. 423. – Transit., zusammen bewohnen, Κυρηναίοισι Λιβύην, Her. 4, 159; dah. pass., τοῦτο πᾶν συνῳκεῖτο ὑπὸ πολλῶν οἰκήσεων, Plat. Critia 117 e; συνοικουμένη χώρα, Xen. Lac. 4, 8; Plut. Num. 15.