[1035] συν-τίθημι (s. τίϑημι), 1) mit, zugleich, zusammenstellen, -legen, -setzen; τἀμὰ πλευρὰ συνϑεῖναι πέλας πλευροῖσι τοῖς σοῖς, Eur. Alc. 367; Her. 2, 47. 4, 67; σκεύη, Xen. Cyr. 8, 5, 4; τὰ ὅπλα ἐν τῷ ναῷ, Hell. 2, 3, 20; auch zusammenfügen, -bauen, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας, Her. 7, 36; τὸ ἐκ τῶν νεῶν καὶ τοῠ πεζοῦ πλῆϑος συντιϑέμενον, 7, 184; – von dichterischen u. stylistischen Compositionen, ξυντίϑησι δὲ παιδὸς μόρον, Aesch. Suppl. 63; Soph. sagt ἐν βραχεῖ ξυνϑεὶς λέγω, El. 663; συντιϑεὶς γέλων πολύν, verlachend, Ai. 296; χὠ συνϑεὶς τάδε, der dies angestiftet, O. R. 401; ὁ ἅπαν τὸ πρᾶγμα ξυνϑείς, Thuc. 8, 68; ἅπαντα συνϑεὶς τάδ' εἰς ἕν, Eur. I. T. 1016; συνϑέντες λόγον, Bacch. 297; u. pass., συντεϑεὶς ὁ πᾶς λόγος, Troad. 909; u. so in Prosa; bes. vom Abfassen von Schriftwerken, εἴ τις ἄλλος συντίϑησι λόγους, Plat. Phaedr. 278 c; Euthyd. 305 c u. öfter; μύϑους, Rep. II, 377; εἴ τις ποίησιν ψιλὴν ἢ ἐν ᾠδῇ συντέϑεικε, Phaedr. 278 c; Ggstz von διαιρέω, Soph. 252 a, wie συντιϑέμενα ἀλλήλοις καὶ διαιρούμενα Rep. X, 618 c; ὁ συνϑείς, der Schöpfer, Tim. 33 d u. öfter; λόγον, Isocr. 12, 246. 13, 16; absolut, οἱ λογογράφοι συνέϑεσαν, darstellen, Thuc. 1, 21; τέχνας λόγων, Arist. Rhet. 1, 1, eine Redekunst schreiben; πραγματείαν, Plut. Them. 12; δόλον συνϑείς, Bian. 3 (IX, 273); πρᾶγμα εὖ συντεϑέν, Dem. 18, 144; συντι ϑεὶς ψευδεῖς αἰτίας, 25, 28, dem vorangehenden πλάττων entsprechend. – Auch Einem Etwas anvertrauen, übergeben, συνϑεὶς 'Αντιπάτρῳ τὰ τούτων ὀστᾶ, Pol. 5, 10, 4, vgl. 28, 18, 3. – 2) med. συντίϑεμαι, – a) sich Etwas zusammenstellen, bes. geistig, wahrnehmen, bemerken, beachten; σὺ δὲ σύνϑεο, Il. 1, 76. 6, 334; auch σὺ δὲ σύνϑεο ϑυμῷ, Od. 15, 27; ἐμεῖο δὲ σύνϑεο μῠϑον, 17, 153 u. öfter; τῶν δ' Ἕλενος σύνϑετο ϑυμῷ βουλήν, Il. 7, 44; bes. hören, κλαιούσης ὄπα σύνϑετο, Od. 20, 92; φρεσὶ σύνϑετο ϑέσπιν ἀοιδήν, 1, 328; so συνϑέμενος ῥῆμα Pind. P. 4, 277. – b) τινί τι, Etwas mit Einem festsetzen, verabreden, abschließen; μισϑῷ συνετίϑευ παρέχειν, Pind. P. 11, 41; ξυνέϑεσϑε κοινῇ τάδε, [1035] Eur. Bacch. 806; τινί τι, Her. 3, 157. 8, 128; Thuc. 4, 19; καϑ' ὅτι ἂν ξύνϑωνται, 5, 18; auch τὶ πρός τινα, Her. 7, 145; c. inf., 6, 115. 9, 7, 2; Thuc. 6, 65; καϑ' ἃς ὁμολογίας ἡμῖν ξυνέϑου πολιτεύσεσϑαι, Plat. Crit. 52 d; ξυνϑέσϑαι ἀλλήλοις μήτ' ἀδικεῖν μήτ' ἀδικεῖσϑαι, Rep. II, 359 a; μὴ συνϑἐμενος αὐτῷ μισϑόν, Gorg. 520 c; dah pass., ἐλϑόντος τοῠ ξυντεϑέντος χρόνου, Phaedr. 254 d, als die bestimmte Zeit gekommen; unterhandeln, Xen., der An. 1, 9, 7 verbindet περὶ πλείστου ἐποιεῖτο, εἴ τῳ σπείσαιτο καὶ εἴ τῳ σύνϑοιτο καὶ εἴ τῳ ὑπόσχοιτό τι μηδὲν ψεύδεσϑαι; auch συντίϑεσϑαι φιλίαν, 2, 5, 8; συνϑέμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους, indem er mit den Freunden wettete, Plut. Alc. 8. – c) τινί, Einem beitreten, beistimmen, wobei man ψῆφον od. γνώμην zu ergänzen pflegt, Sp.