[1037] συν-τυγχάνω (s. τυγχάνω), zusammentreffen, -kommen, zutreffen; εὖ ξυντυχόντων, absolut, Aesch. Spt. 256, wie πᾶν τὸ συντυχὸν πάϑος, Soph. Ai. 306; μὴ καὶ Δόλωνα συντυχων κατακτάνῃ, Eur. Rhes. 864; λῃστὰς ἔφασκε συντυχόντας οὐ μιᾷ ῥώμῃ κτανεῖν νιν, Soph. O. R. 122; ὁ αἰεὶ ξυντυχών, Eur. Hec. 1182; c. gen., ἐναισίου δὲ συντύχοιμι, Soph. O. C. 1479, vgl. Phil. 320. – Gew. c. dat., von Menschen u. Dingen, μοίρᾳ τοῠδ' ἐχϑίονι συντυχόντα, Soph. Phil. 677; Eur. Heracl. 638; Ar. Nubb. 598; Her. 4, 14; Dem. u. A.; auch = Einem widerfahren, Her. 8, 136; Thuc. 3, 59. 7, 70; τὰ συντυγχάνοντα καρτερεῖν, Xen. Mem. 1, [1037] 6, 7; γῆ ξυντυγχάνουσα πυρί, Plat. Tim. 56 d; συνέτυχον 'Ιπποϑἀλει, Lys. 203 a; ξυμπιπτόντων ὅσα δεῖ χώρᾳ ξυντυχεῖν, Legg. IV, 709 c; ὁ συντυχών, wie ὁ τυχών, der Einem grade begegnet, der erste der beste, κολαζέσϑω πληγαῖς ὑπὸ τοῦ ξυντυγχάνοντος, VI, 762 d; τὸ συντυχόν, das, was sich grade getroffen hat, dah. gemein, gering, schlecht, ἔργον, Her. 1, 51; Xen. Ages. 9, 3.