[1054] σχεδόθεν, adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσϑαι, 17, 359; σχεδόϑεν δέ οἱ ἦλϑεν Ἀϑήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.