[1060] σωρηδόν, adv., haufenweise; Antipat. Sid. 47 (VII, 713); σωρηδὸν διεφϑείροντο, Pol. 1, 34, 5; Sp., wie Luc. Tim. 3; τῶν πυρῶν σωρηδὸν κεχυμένων, Poll. 1, 51.