[1069] ταπεινότηε, ητος, ἡ, Niedrigkeit, Kleinheit, Her. 4, 22; bes. übertr., Niedergeschlagenheit, Kleinmuth, auch Demuth, Bescheidenheit, Ggstz λαμπρότης καὶ αῦχημα, Thuc. 7, 75; εἰς τοσαύτην ταπεινότητα καϑιστάναι, Isocr. 4, 118; ἐν ἀμαϑίᾳ καὶ ταπεινότητι πολλῇ κυλινδούμενος, Plat. Polit. 309 a; Xen. Hell. 3, 5, 21.