[1075] τάχος, εος, τό, Schnelligkeit, Geschwindigkeit; ἵππ οισι Αϑήνη νῠν ὤρεξε τάχος, Il. 23, 406. 515; ἐν τάχει, Pind. N. 5, 35; δελφῖνι τάχος δι' ἅλμας ἴσον, N. 6, 67; ὡς τάχος, P. 4, 164; τάχος γὰρ ἔργου καὶ ποδῶν ἅμ' ἕψεται, Soph. Ai. 801; τὸ τάχος σου τῶν φρενῶν δέδοικα, Eur. Bacch. 669; u. in Prosa: πῶς τάχους ἔχει, [1075] Plat. Gorg. 451 d; auch im plur., Legg. X, 893 d u. A.; adverbial, vgl. Her. 5, 106; κατὰ τάχος, 4, 127. 7, 178; ὅ τι τάχος, 9, 7; ὡς εἶχον τάχους, 7, 2, u. ä. Vrbdgn, wie auch τάχος allein; οὐκ αναστήσῃ τάχος, Aesch. Eum. 121, vgl. 170; φέρ' ὡς τάχος κνημῖδας, Spt. 657; ὅσον τάχος ἔκπλει, Soph. Phil. 572; El. 1361; ἄγετέ μ' ὅτι τάχος, Ant. 1306; ἀπόδος ὡς τάχος τὰ τόξα, Phil. 912; διὰ τάχους ἐλεύσεται, Trach. 592; ὡς τάχος, Ar. Lys. 1187; ἀπὸ τάχους φεύγειν, Xen. An. 2, 5, 7.