[1094] τέρπω, aor. ἔτερψα, pass. τέρπομαι, aor. ἐτάρφϑην, Od. 6, 99. 19, 213, u. ἐτέρφϑην, 8, 131, wie ἐτάρπ ην, ταρπῆναι u. ταρπήμεναι, Hom. oft, davon conj. τραπείω statt ταρπῶ, im plur. τραπείομεν, Il. 3, 441. 14, 314 Od. 8, 292, u. med. mit Reduplikation τεταρπόμην, τεταρπώμεσϑα u. s. w., häufig bei Hom., u. ἐτερψάμην, τερψάμενος Od. 12, 188, τέρψαιτο h. Apoll. 153, gew. aor. II. med. ἐταρπόμην, alle in derselben Bdtg; – sättigen, befriedigen, laben, erquicken, auch vergnügen, ergötzen; vom Sänger, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων, Od. 17, 385; πεσσοῖσι ϑυμὸν ἔτερπον, 1, 107; τῇ (φόρμιγγι) ὅγε ϑυμὸν ἔτερπεν, Il. 9, 189; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, 15, 393, erheitern, trösten; τὰ τέρποντα, Soph. O. C. 1219; ῥήματα τέρψαντα, 1283; τοὐμὸν εἰ τέρψεις κέαρ, Trach. 1236; αἱ 'ρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας, Eur. Andr. 207; τέρψαι φρένα, Heracl. 663, u. öfter; ἥτις μοῦσα τοὺς βελτίστους τέρπει, Plat. Legg. II, 658 e; ἥλικα τέρπειν τὸν ἥλικα, sprichwörtlich, gleich u. gleich gesellt sich gern, [1094] Phaedr. 240 c. – Häufiger im pass. od. med. sich sättigen, reichlich, bis zur Befriedigung genießen, τινός, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο, 9, 705, vgl. Od. 6, 99; ἐδωδῆς, 3, 70. 201; ὕπνου ταρπήμεναι, Il. 24, 3; εὐνῆς, Od. 23, 346; φιλότητος, 23, 300; ἥβης ταρπῆναι, der Jugend genießen, 23, 212; auch γόοιο, sich der Wehklage ersättigen, sich satt klagen, Il. 23, 10. 98. 24, 513 Od. 11, 212 u. öfter; übh. sich erfreuen, vergnügen, sich erquicken, τινί, woran, wie φόρμιγγι, μύϑοισιν, αὐδῇ, δαιτί, δίσκοισιν, γόῳ u. dgl.; auch ἐν ϑαλίῃς, 11, 603; Hes. O. 119; selten c. acc., οἴην μοῖραν τέρπεσϑαι, einen Theil genießen, frg. 56, 6; τέρπεσϑαι ὄνησιν, Eur. Med. 1041; Hom. setzt als bes. Bestimmungen hinzu : τέρπεσϑαι ϑυμῷ, Il. 19, 313 Od. 16, 26. 21, 105; ϑυμόν, Il. 21, 45, wie φρένα, 1, 474 Od. 4, 102. 8, 131 u. öfter; φρεσὶν ᾗσιν, Il. 19, 19 Od. 5, 74; ἐνὶ φρεσίν, 8, 368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ, 1, 310; κατὰ ϑυμόν, Hes. O. 58. 360; ἀπάταισι ϑυμὸν τέρπεται, Pind. P. 2, 74; Tragg. λαμπάδι τερπόμεναι, Aesch. Eum. 994; τέρπεσϑαι δόμῳ, Soph. Phil. 458; τέκνοις τερφϑεὶς τοῖςδε, Soph. O. C. 1142; τιμαῖς, Eur. Alc. 54; oft auch mit partic., τέρπεται τιμώμενος, Bacch. 321 Phoen. 917 Andr. 1181; in Prosa: πῖνε καὶ τέρπου, Her. 2, 78; ταύταις ταῖς ἡδοναῖς τερπόμενος, Plat. Phil. 47 b; σκοπῶν, τί ἂν ἰδὼν ἢ τί ἀκούσας τερφϑείης, Xen. Mem. 2, 1, 24; Sp.