[1105] τηγανίτης, ὁ, ἄρτος, in der Pfanne gebackenes Brot, Hesych. ἄρτος ἔπὶ τηγάνου γεγονὼς καὶ μετὰ τυροῠ ὀπτώμενος. Vgl. Hipponax bei Ath. XIV, 645.