[1105] τηλε-βόλος, weit werfend, treffend; χερμάς, Pind. P. 3, 49; μὴ χρῆσϑαι τηλεβόλοις, Ggstz ἀγχεμάχοις, Strab. 10, 1, 12; τηλεβολώτερον βέλος, 4, 4, 3; vom Bogen, Arist. ep. (App. 9, 50); ἰός, Mnasale. 4 (VII, 125); Nonn. 45, 202.