[1121] τιτρώσκω, fut. τρώσω, perf. pass. τέτρωμαι (s. τρώω, verwandt mit ΤΡΑΩ), verwunden, beschädigen; μή πως οἰνωϑέντες ἀλλήλους τρώσητε, Od. 16, 293; μήπως ἴππους τε τρώσῃς = βλάψῃς, Il. 23, 341; das praes. hat Hom. noch nicht; ἐὰν ϑνήσκοντας ἢ τετρωμένους πύϑησϑε, Aesch. Spt. 224; Ag. 842; αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι, Her. 8, 18; u. übertr., ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν, Eur. Hipp. 392; τρώσει νιν οἶνος, Cycl. 421; ἔτρωσαν πολλὰς τῶν νεῶν, Thuc. 4, 14, wie Pol. 2, 10, 4, u. öfter von Schiffen; τὰ παραδείγματα ἡμᾶς τὰ νῦν δὴ λεχϑέντα οὐδὲν τιτρώσκει, Plat. Phil. 13 c; ἐάν τε εἰς πόλεμον ἄγῃ τρωϑησόμενον ἢ ἀποϑανούμενον, Crit. 51 b; ἐτέτρωτο, Xen. Hell. 7, 4, 23.