[1123] τμητικός, schneidend, zerschneidend, trennend, τμητικώτατον Plat. Tim. 56 a; durchdringend, πνεῦμα δριμὺ καὶ τμητικὸν ἡ συκῆ ἀφίησιν, Plut. Symp. 6, 10.