[1125] τοῖχος, ὁ, 1) die Wand, Mauer des Hauses, Hofes; ὡς δ' ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίϑοισι δώματος, Il. 16, 212; μεγάροιο, 18, 324; αὐλῆς, Hes. O. 734; aber öfter ohne Zusatz, ἅπαντ' ἐρευνῶν τοῖχον, Eur. Hec. 1174; Hel. 1589 u. öfter; τοίχους διορύττειν, Ar. Plut. 565; u. in Prosa : οἰκίας, Plat. Rep. IX, 574 c; γράψαντα ἐν τοίχοις, Legg. IX, 859 a; Folgde. – 2) die Wand des Schiffes, der Bord; Od. 12, 420; Thuc. 7, 36; Bian. 11 (IX, 295); Pol. 8, 6, 2. – Vgl. τεῖχος.