[1125] τοκάς, άδος, ἡ, die Gebärende, die geboren hat od. zu gebären im Begriff ist; σύες ϑήλειαι τοκάδες, Saumütter zur Zucht, Ggstz στεῖραι, Od. 14, 16; Pol. 12, 4, 8; τοκάδος δέργμα λεαίνης, Eur. Med. 187; ἐκ τοκάδων διδασκομένη, Antp. Th. 38 (IX, 268); übh. fruchtbar, Sp., wie Strab.; – γενναίων ἐκ τοκάδων = τοκέων, Eur. Cycl. 42.