[1125] [1125] τοκίζω, auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).