[1136] τρᾱχύτης, ητος, ἡ, Rauheit, Härte; ὀργῆς, Aesch. Prom. 80; Ggstz von λειότης, Plat. Tim 65 c; χώρας, Xen. Cyr. 7, 5, 67; αἱ τῶν τόπων τραχύτητες, Pol. 10, 30, 1, u. Sp.