[1149] τριχῇ, adv., auf eine dreifache Art, in drei Theile, = τρίχα; δάσασϑαι, διελέσϑαι τὴν πόλιν, Her. 3, 39, Isocr. 6, 21; διαιρεῖσϑαί τι, Plat. Phaedr. [1149] 253 c; τριχῇ διαστησώμεϑα τῷ λόγῳ δημοκρατουμένην πόλιν, Rep. VIII, 564 c; τριχῇ τὸ στράτευμα διανείμαντες, Legg. III, 683 d; γίγνεται τὸ στράτευμα τριχῇ, Xen. An. 5, 10, 16, in drei Abtheilungen; τρ. νείμας τὴν δύναμιν, Plut. Flam. 4.