[1154] τροχ-ηλατέω, 1) den Wagen lenken, fahren. – 2) auf dem Rade martern, übh. martern, quälen, auch übertr., μανίαισι τροχηλατεῖν τινα Eur. Or. 36, δειναὶ κῆρες τροχηλατήσουσ' ἐμμανῆ πλανώμενον El. 1253.
Pierer-1857: Trox