[1166] τυφλώττω, blind sein, übh. = τυφλόω im pass.; περί τι, Pol. 2, 61, 12; τυφλώττουσαν ψυχὴν περιφέρων, Luc. Nigr. 4; γραφαί, Philostr. imag. 1, 2; τυφλώττων τῇ ἐπιϑυμίᾳ, Hdn. 3, 11, 20.