[1186] ὑπ-εκ-πέμπω, heimlich heraus-, fort-, wegschicken; οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφϑην σῇ προμηϑείᾳ χεροῖν Soph. El. 1342; τῆς χϑονός Eur. Hec. 6; Thuc. 4, 8; Plut. Thes. 35.