[1194] ὑπερ-εμ-πίπλημι (s. πίμπλημι), übermäßig anfüllen, τινός; pass., Xen. Cyr. 1, 6, 17, wie ὑπερεμπίπλαται ἡδονῆς Ael. H. A. 14, 25.