ὑπερ-φέρω

[1203] ὑπερ-φέρω (s. φέρω), darübertragen; ὑπερενεγκόντες τὸν ἰσϑμὸν τὰς ναῦς Thuc. 3, 81; ναῦς ἐς τόπον D. C. 42, 41; – gew. intrans. sich darüber erheben, dah. übertreffen, den Vorzug haben, τινός τινι, Jemanden worin, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων Her. 8, 138; Τιγράνης κάλλεΐ τε καὶ μεγάϑεϊ ὑπερφέρων Περσέων 9, 96; c. dat. allein, 4, 74. 8, 144; τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα Soph. O. R. 381; Ar. Equ. 582; κάλλει ὑπερφέρουσαν Eur. Hec. 268; τοῖς ὅπλοις αὐτῶν καὶ τῷ πλήϑει ὑπερφέρομεν Thuc. 1, 81; absol., Xen. Mem. 3, 5, 13; καὶ κρεῖττόν ἐστι τινός S. Emp. adv. phys. 1, 122. – Auch τινά und τί, z. B. ὑπερφέρεις τόλμῃ τε τόλμαν καὶ λόγῳ χρηστῷ λόγον Eur. Heracl. 554; Ἡρακλῆς ὑπερενεγκὼν φύσιν ἀνϑρωπίνην Isocr. 4, 60; ὑπερφέρειν πάντα μεγέϑει Plut. Rom. 7.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 1203.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: