[1216] ὑπο-δύνω, = ὑποδύομαι, sowohl eigtl., κέλευέ σφας κιϑῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her. 1, 155, als übertr., ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην 6, 2, er schlich sich ein, übernahm; εἰ δὲ ταῦτα ὑποδύνειν οὐκ ἐϑελήσεις 7, 10, 8.