[1224] ὑπο-ληπτέος, adj. verb. zu ὑπολαμβάνω, anzunehmen; Plat. Theaet. 156 c; οὕτως ἄρα ὑποληπτέον περὶ τοῦ δικαίου ἀνδρός, ὡς – Rep. X, 613 a.