[1239] ὑπο-χείριος, bei Her. auch 3 Endgn, unter Händen, bei der Hand, zur Hand; χρυσὸς ὅ τις χ' ὑποχείριος εἴη Od. 15, 448; dah. in Jemandes Besitz, Gewalt, unterwürfig, τινί, Aesch. Suppl. 387; Her. 6, 33. 44; ὑποχείριόν τινα ποιεῖσϑαι u. παρέχειν, unterwürfig machen, 1, 106. 178. 3, 154. 5, 91. 6, 45. 107; ὑποχείριος γίγνομαί τινι Xen. An. 3, 2,3; von Thieren, οὕτως ὑποχείρια γιγνόμενα τοῖς ἀνϑρώποις Mem. 4, 3,10; λαβεῖν ὑποχείριον, in seine Gewalt bekommen, σῶμα, Lys. 4, 5. 10, 27; ὥςτ' ὑποχείριον τὴν πόλιν λαβεῖν Eur. Andr. 737; ἔχειν τινὰ ὑποχείριον Thuc. 3, 11; u. sonst in Prosa, ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας τῶν ἀριϑμῶν ἔχει Plat. Theaet. 198 a; Pol. öfter, u. Sp., wie Plut. u. Luc.