[1241] ὑπ-οψία, ἡ, ion. ὑποψίη, Argwohn, Vermuthung; Eur. El. 1565; ὑποψίην ἔχειν Her. 8, 99; εἴς τινα, Antiph. 2, 3,3; τὴν ὑποψίαν τὴν εἰς ἐμὲ οὖσαν ib. §. 6, u. öfter; Thuc. 4, 27 u. öfter; Plat., ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ εἶναι ἡμέτεροι ἢ – Menex. 247 e; ἐν πλείστῃ ὑποψίᾳ ποιεῖσϑαι Aesch. 1, 10; τὰ κατὰ τὴν Αἰτωλίαν ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους Pol. 28, 4,13; πρός τινα, Plut. Cic. 43; – argwöhnische, tadelsüchtige Beobachtung, Thuc. 2, 37.